Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι


Γύρω στις εννέα η ώρα το βράδυ θα άρχιζε η περιφορά των επιταφίων. Ηταν πρόσφατη η συνήθεια να συγκεντρώνονται όλοι οι επιτάφιοι των ενοριών της πόλης στην κεντρική πλατεία και αυτό αποτελούσε ένα μικρό κοσμικό γεγονός. Ο πληθυσμός, άντρες και γυναίκες ήσαν καλοντυμένοι, τα παιδιά καλοχτενισμένα και με τα λευκά τους παπούτσια που έμοιαζαν σαν καινούργια, τα είχαν φρεσκάρει με το στουπέτσι άλλωστε, όλοι συγκεντρωμένοι σε δύο στρέμματα τόπο να αισθάνονται χαρμολύπη όπως επέτασσε η θρησκεία…


Η εικόνα ήταν παράταιρη με τους χωροφύλακες αγριεμένους καθώς τους είχε δοθεί ρητή η εντολή να μην ακουσθεί θόρυβος από τη ρίψη έστω και μιας κροτίδας, όπως ήταν το έθιμο, και διασαλευόταν η τάξις και το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών και το γεγονός αυτό το εκμεταλλεύονταν τα γνωστά ταραχοποιά και αναρχικά στοιχεία και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του εξωτερικού μετέδιδαν ότι ο λαός διαμαρτύρεται κατά της εθνικής κυβερνήσεως…


Αφού ήταν παρακινδυνευμένη και με αναρχικά χαρακτηριστικά η ενέργεια, σύμφωνα με τη Χωροφυλακή, να φτιάξουν τις πατροπαράδοτες στρακαστρούκες και κροτίδες, οι πιστοί που ακολουθούσαν την περιφορά των επιταφίων ήσαν σιωπηλοί.


Ολοι; Οχι όλοι!


Οι ενορίτες των Αγίων Πάντων εξέφραζαν τον ενθουσιασμό τους για τον άρτιο στολισμό του επιταφίου τους με συνθήματα με τα οποία καλούσαν κεκοιμημένους ενορίτες που είχαν σαν ζωντανοί την επιμέλεια του επιταφίου να εγερθούν και να θαυμάσουν. Η ιαχή “νε-κρο-ταφεία-ρος” επαναλαμβανομένη δονούσε την ατμόσφαιρα και θύμιζε ότι οι πιστοί της ενορίας των Αγίων Πάντων, όπου και το δημοτικό νεκροταφείο, είχαν μια άλλη σχέση με το θάνατο… Βεβαίως, οι Παργινός και Λιατσής, τους οποίους καλούσαν μετ΄ επιτάσεως φωνάζοντας “έβγα έξω Παργινέ κουρεμένε και κοντέ, έβγα έξω ρε Λιατσή με την μπουκάλα το κρασί” να εγερθούν εκ των τάφων των, ουδόλως εγέρθησαν… Ισως να άλλαξαν πλευρό αλλά δεν εγέρθησαν!

*

Ομως, μια λίαν μικρή ομάδα ανθρώπων, οι αρτεργάτες ενός φούρνου, επρόκειτο να απασχολήσει τους φιλήσυχους πιστούς, τις διωκτικές αρχές και τη δικαιοσύνη, αφού τίμησε με το δικό της εξεζητημένο τρόπο τη σταύρωση του Χριστού και την περιφορά του επιταφίου.

Από νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής η δουλειά στο φούρνο είχε αρχίσει: Μεγάλο Σάββατο η επαύριον γαρ, η μαγιά του ψωμιού δεν υπήρχε τω καιρώ εκείνω και οι αρτεργάτες έπρεπε να αναπιάσουν προζύμι για τα σταυρόψωμα – “γαμοσταυρόψωμα” τα έλεγαν όλοι τους γιατί τρελαίνονταν στη δουλειά χωρίς να αμείβονται υπερωρίες… Ομως, παρ΄ όλη τη φούρια, ο μουσικός της παρέας, ο Βασίλης, δεν είχε παραλείψει και είχε φέρει την τρομπέτα του. Υπολόγιζαν ότι πρώτος-πρώτος θα περνούσε από εκεί, όπως κάθε πρωί, ο Σωτηράκης ο Καλόπουλος ο οποίος θα τους έλεγε τα ίδια και τα ίδια, όπως κάθε πρωί, για τις περιπέτειές του στο στρατό και για τότε που τον είχαν ζητήσει οι αμερικάνοι να πάει να διοικήσει μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών στο Βιετνάμ, και, ευκαιρίας δοθείσης, θα αναπαριστούσαν ωσάν οπλίτες σε θάλαμο, ξαπλωμένοι πάνω στα σακκιά με τα αλεύρια, το εγερτήριο σάλπισμα. Σημειωτέον ότι ο προαναφερόμενος Σωτηράκης είχε πάρει απαλλαγή από το στράτευμα για λόγους υγείας: Ητο επιληπτικός ο δυστυχής και ως εκ τούτου η μαμά-πατρίδα δεν επέμεινε να την υπηρετήσει…

Οι αρτεργάτες είχαν συνηθίσει να περνάνε καλά σε κάθε τους βάρδια στο φούρνο: Αστεία και πειράγματα, το κολατσιό τους, λίγο κρασάκι ή ουζάκι ανάλογα με το μεζέ και την περίσταση, τα τραγούδια τους, ο γηραιότερος της παρέας που είχε κάνει και εξορία στον Αη-Στράτη έφερνε και το χασισάκι του. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, η πολιτική δραστηριότητα απαγορευμένη, η μόνη τους διέξοδος ήταν οι Κυριακές στο γήπεδο και τα χοντρά αστεία που έκαναν μεταξύ τους. Ετσι περνούσε ο καιρός και παρέσυρε τα πάντα…

*

Ηταν περασμένη η ενδεκάτη νυχτερινή όταν εισέβαλε φουριόζος ο Σωτηράκης στο φούρνο φωνάζοντας:

– Νεκροταφείαρος, ρε μόρτηδες! Τις σκίσαμε τις κουφάλες! Καλή ανάσταση, ευτυχισμένο το νέον έτος και του χρόνου σπίτια μας! Και καλά κρασιά!!!

Ηταν προφανές ότι είχε πιεί τα ποτηράκια του γιατί μύριζε ούζο από μακρυά. Ανακάτευε τις ευχές, πασχαλιάτικες, πρωτοχρονιάτικες μαζί με εκείνες που είχε ακούσει ότι αντάλλασσαν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι. Από την τσέπη του σακακιού του προεξείχε η ουρά ενός τυλιγμένου σε εφημερίδα ρέγγου και, όπως όλα έδειχναν, η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν μεν μακρυά και κουραστική για τους αρτεργάτες αλλά, Σωτηράκη παρόντος, αρκούντως διασκεδαστική.

Ο Σωτηράκης ήταν ενορίτης των Αγίων Πάντων και σαν πολεμικός ανταποκριτής εξήγησε στους παρισταμένους ότι η προαιώνια διαμάχη μεταξύ του “νεκροταφείαρου” και του Αγίου Σπυρίδωνα είχε συνεχιστεί και στη φετινή περιφορά των επιταφίων: Η ανταλλαγή ύβρεων και συνθημάτων μεταξύ των πιστών είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

*

Ησαν πια περασμένα μεσάνυχτα και μέσα στο φούρνο ο Σωτηράκης είχε μερακλωθεί και χόρευε ζεϊμπέκικο υπό τους ήχους της τρομπέτας. Η φαεινή του ιδέα να κάνει παραγγελιά το σουξέ της εποχής “χελιδόνι στο κλουβί” (του Μάνου Χατζηδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου) για να το χορέψει όπως έλεγε “μάγκικα-μάγκικα”, έστειλε όλη την παρέα στο κρατητήριο της Διοίκησης Χωροφυλακής: Για κακή τους τύχη εκείνη την ώρα περνούσε έξω από το φούρνο ο επιτάφιος του Αγίου Αθανασίου επιστρέφοντας στην έδρα του – μετά από μια ομολογουμένως αρκετά μεγάλη περιφορά, τόσος μεγάλος ήταν ο περίπατος του νεκρού Χριστούλη που οι γερόντισσες έλεγαν: “Μας ξεποδάριασε ο πάπαρδος, άντε και του χρόνου νά ΄μαστε όρθιες”.

Οι βαθιά θρησκευόμενοι πολίτες που έψελλαν το εγκώμιο “έρραναν τον τάφο” άκουσαν στο φούρνο να γίνεται πανηγύρι, οι νότες της τρομπέτας και η αγριοφωνάρα του Σωτηράκη που ρωτούσε μάγκικα-μάγκικα “πού το πάνε το παιδί;” ήσαν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησής τους –ήταν σαφής η σάτιρα για το νεκρό θεάνθρωπο– και ειδοποίησαν τη Χωροφυλακή να επιληφθεί.

Η ασέβεια προς τη θρησκεία και τον εσταυρωμένο Χριστό θεωρήθηκε μεγάλη και οι αρτεργάτες με τον Σωτηράκη ως πρωταίτιο συνελήφθησαν για τα περαιτέρω. Οι χωροφύλακες τους τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, σαν το ρέγγο στην εφημερίδα, και θα ακολουθούσε αυτόφωρο. Τουτέστιν, θα έκαναν ανάσταση στο κρατητήριο και θα δικάζονταν την Τρίτη του Πάσχα!

Ο Σωτηράκης μέσα στο μεθύσι του δεν είχε καλά-καλά καταλάβει τι συνέβαινε. Αργότερα, όταν ξενέρωσε και κατάλαβε ότι θα περνούσαν τρεις ημέρες στο κελλί μέχρι να περάσουν αυτόφωρο –και ο ίδιος θα έχανε το ψητό αρνί και το πασχαλιάτικο μεθύσι που σχεδίαζε καιρό– ρώτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας: “Δηλαδή, ρε μόρτη, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι;”.

Του επεισοδίου έλαβε γνώση και ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, ένας ταγματάρχης πεζικού, ο οποίος θεώρησε καθήκον του να επισκεφτεί τους ταραξίες στο κελλί όπου τους κρατούσαν και να ρίξει δυο χαστούκια στον έτι σαστισμένο Σωτηράκη. Οταν κατάλαβε ότι επρόκειτο περί επιληπτικού, προσπάθησε να δικαιολογηθεί με μισόλογα στους χωροφύλακες για την άνανδρη πράξη του.

*

Το περιστατικό με το “χελιδόνι στο κλουβί” έγινε γνωστό σε ολόκληρη τη μικρή πόλη. Εκτός από τους θρησκόληπτους και τους δηλωμένους φασίστες, όλοι στάθηκαν με συμπάθεια απέναντι στον Σωτηράκη και τους αρτεργάτες και αρκετοί κατέθεσαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως στη δίκη που ακολούθησε.

Κάποιοι, δε, κατέθεσαν πως στην ασεβή ομήγυρη έψηναν και ρέγγο σε εφημερίδα για να συνοδέψουν το ουζάκι που είχαν παραγγείλει ξεροσφύρι (αρίγγη η κοινή για την ακρίβεια, όπως έγραψε ο αξιωματικός υπηρεσίας στην έγκληση για διατάραξη κοινής ησυχίας και βλασφήμια).

Εψηναν ρέγγο μεγαλοπαρασκευιάτικα! Αυτό κι αν ήταν ασέβεια…

Αργότερα έγινε γνωστό πως στη δικογραφία που σχηματίστηκε κάποιοι από τους χωροφύλακες που συνέλαβαν τους ταραξίες δήλωσαν πως εισβάλλοντας στο φούρνο άκουσαν την παρέα των αρτεργατών να ψάλλει σε ήχο γ΄: “έψησαν τον ρέγγο, σε μια εφημερίδα, λίαν πρωί ελθούσαι”. 
Οι Καταλληλότεροι


Σκηνικό: Εσωτερικό αστικής οικίας με τζάκι. Πολυέλαιος μεγάλος κρέμεται από το ταβάνι.

Οδηγίες: Στη μέση της σκηνής είναι τοποθετημένο ένα μεγάλο κιούπι πεσμένο στο πλάι. Πάνω στο κιούπι υπάρχει πινακίδα που λέει “Κορακοχώρι” (στα ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και αραμαϊκά). Οι δυο πρωταγωνιστές γυρίζουν γύρω-γύρω από το κιούπι επί 59 λεπτά της ώρας αμίλητοι. Σημειώνεται ότι στο 25ο λεπτό ο πρώτος ηθοποιός σκοντάφτει, στο 39ο ο δεύτερος ξύνει το κεφάλι του απορημένος και στο 55ο ο πρώτος βλαστημά αισχρά την Παναγία.

*

Στο 60ο λεπτό:

Ηθοποιός α΄ (δείχνοντας το κιούπι): Μήπως εκεί μέσα βρίσκεται ο τέως πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης;

Ηθοποιός β΄: Σύρμα! Μας πιάσανε…

*

Εισβάλλει αστυνομική δύναμη στην αίθουσα -ενώ ο χώρος του θεάτρου είναι πανταχόθεν αποκλεισμένος από τις δυνάμεις της τάξης που εποπτεύονται από αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου- συλλαμβάνονται όλοι ανεξαιρέτως οι θεατές και στέλνονται εξορία στη Μακρόνησο. Οι δυο πρωταγωνιστές διαφεύγουν… Αργότερα (ύστερα από 51 χρόνια και 3 μήνες ακριβώς) διηγούνται το περιστατικό στα εγγόνια τους. Συνταξιοδοτούνται αμφότεροι ως αντιστασιακοί στην ηλικία των 89 ετών.

*

Ενδυματολογικές παρατηρήσεις: Οι δυο ηθοποιοί είναι ενδεδυμένοι ευπρεπώς μεν, casual δε. Οι θεατές φέρουν ένδυμα περιπάτου και ένας στους 13 στηρίζεται σε βακτηρία. Αργότερα οι θεατές με βακτηρία θα επικαλεστούν το μαγκουροφορικό παρελθόν της οικογενείας τους και θα απολυθούν -υπό όρους- από την εξορία.

*

Το θέατρο κλείνει και κατεδαφίζεται, στη θέση του αργότερα κτίζεται δυόροφη οικία με πιλοτή και, πολλά χρόνια αργότερα, ιδρύεται έδρα μεταβατικού στρατοδικείου.
O ωραίος της ημέρας

Ηταν αργά και ο πρωθυπουργός είχε χαλαρώσει πια από την ένταση της ημέρας. Κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού και έβαλε στο dvd player την ταινία του Λουί Μπουνιουέλ “Η Ωραία της Ημέρας”. Δεν άντεξε και στη σκηνή όπου η Κατρίν Ντενέβ εμφανίζεται ενδεδυμένη με ένα μαύρο αραχνοΰφαντο νεγκλιζέ αναφώνησε: «Ου ου ου, μία κωλάρα!!!».

*

Η σύζυγός του, παρά το ότι βρισκόταν στην κουζίνα της, τον άκουσε. Αμέσως παράτησε ό,τι δουλειά κι αν έκανε και παρατήρησε αυστηρά τον κύριο Κώστα λέγοντάς του: «Ντροπή σου, καημένε…».

 

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

http://athemita.wordpress.com/